κελευτιώ

κελευτιώ
κελευτιῶ, -άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω
απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» — οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους άνδρες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελεύω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κελευτός, με επίθημα -ιάω / -ιῶ για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κελευτιῶ — κελευτιάω continually urging on pres imperat mp 2nd sg κελευτιάω continually urging on pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κελευτιάω continually urging on pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κελευτιάω continually urging on imperf ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”