- κελευτιώ
- κελευτιῶ, -άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύωαπαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» — οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους άνδρες, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κελεύω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κελευτός, με επίθημα -ιάω / -ιῶ για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.